φραμπουάζ

φραμπουάζ
το, Ν
άκλ. βοτ. κοινή ονομασία του καρπού τού βάτου, ή βατομουριάς, Rubus idaeus, που είναι γνωστός και ως σμεουρ(δ)ιά, αλλ. κόκκινο βατόμουρο ή σμέουρ(δ)ο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. framboise, που έχει σχηματιστεί από το φραγκικό brambasi, λ. η οποία ανάγεται σε έναν αρχ. γερμ. τ. (πρβλ. γερμ. Braambes «βατόμουρο»), πιθ. κατ' επίδραση τού γαλλ. fraise «φράουλα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φραμπουάζ — το άκλ. (λ. γαλλ.) 1. ο καρπός του φυτού «Bάτος η ιδαία», το σμέουρο, είδος βατόμουρου. 2. το γλύκισμα που γίνεται από αυτόν τον καρπό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βατομουριά — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά διάφορα φυτά της οικογένειας των ροδιδών, με την επιστημονική ονομασία ρούβος ο θαμνώδης και ρούβος ογναφαλώδης. Το είδος φυτρώνει σε όλη την Ελλάδα, σε δασώδεις περιοχές, φράκτες, θαμνότοπους και στις όχθες των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”